- αέλιοι
- ἀέλιοι και αἰέλιοι, οι (AM)βαθμός συγγενείας μεταξύ ανδρών, τών οποίων οι σύζυγοι είναι αδελφέςσύγγαμπροι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *swe-, που δηλώνει αυτοπάθεια, πρβλ. ελλ. ἕ (= ἑαυτόν, -ήν, -ό), με θεματ. επαύξηση -l-, *swe- > *sweli- > ἕλιοι, που εξελίχθηκε σε ἀ-έλιοι (με ἀ- αθροιστικό), ή σε αἴλίοι (με ιωτακιστική γραφή τού ε ως αι) και σε αἰέλιοι (με συμφυρμό πιθ. τών αἴλιοι + *ἕλιοι). Απαντά και τ. εἰλίονες (< *swe-li-yon-) με μετρική έκταση τού αρχ. φωνήεντος αντί *ἐλίονες].
Dictionary of Greek. 2013.